δοξολογία

δοξολογία
δοξολογία, ας, ἡ (on the prefix δοξο-s. DELG s.v. δοκάω etc. II p. 291; Orig., De Or. 14, 2 p. 331, 6 al. in patristic lit.; Iambl., Myst 2, 10; TestAbr A 20 p.103, 29 [Stone p. 54]) paean, prayer ἐν τῇ ὥρα τῆς δ. αὐτου at the time of his prayer GJs 13:1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοξολογία — δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc/acc dual δοξολογίᾱ , δοξολογία laudation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίᾳ — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • δοξολογία — η 1. ευχαριστήριος ύμνος που αρχίζει με τη λέξη «δόξα». 2. λειτουργία στην εκκλησία που γίνεται για κάποιο σημαντικό γεγονός: Στη δοξολογία για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης παραβρέθηκε σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξολογίας — δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem acc pl δοξολογίᾱς , δοξολογία laudation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαι — δοξολογίᾱͅ , δοξολογία laudation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαν — δοξολογίᾱν , δοξολογία laudation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογιῶν — δοξολογία laudation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξολογίαις — δοξολογία laudation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLORIA — I. GLORIA fama est alicuius cum laude, unde a γλῶςςα, lingua, nonnullis deducitur. Eius limites quam ampli, dicat Plin. l. 2. c. 68. Hae tot portiones terrae, imo vero mundi punctus (neque enim est aliud terra in universo) Haec est materia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”